μπλάστρι

μπλάστρι
το
-ιού, το έμπλαστρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπλάστρι — το έμπλαστρο, κατάπλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνσ. ἐμ πλάστρ ιον, υποκορ. τού ἔμ πλαστρον < αρχ. ἔμπλαστον < ἐμ πλάσσω (πρβλ. έμπλαστρο)] …   Dictionary of Greek

  • μπλαστρώνω — [μπλάστρι] 1. επιθέτω έμπλαστρο 2. φρ. «τόν μπλάστρωσα στο ξύλο» τόν έδειρα ανηλεώς ώσπου να αρρωστήσει …   Dictionary of Greek

  • έμπλαστρο — Φαρμακοτεχνικό σκεύασμα το οποίο περιέχει σάπωνα μολύβδου ή λιπαρές ουσίες από κερί και ρητίνες και επιστρώνεται σε μία πλευρά υφασμάτινης ή χάρτινης ταινίας. Τα έ. προορίζονται για εξωτερική χρήση και, ανάλογα με τα συστατικά τους, χωρίζονται σε …   Dictionary of Greek

  • ανακόλλημα — το (Α ἀνακόλλημα) [ἀνακολλῶ] αυτό που κολλιέται επάνω σε κάποια επιφάνεια και ειδικότερα το έμπλαστρο που κολλιέται επάνω στο δέρμα για θεραπευτικούς λόγους, κατάπλασμα, μπλάστρι …   Dictionary of Greek

  • εμπλάστριο — και μπλάστρι, το (Μ ἐμπλάστριον) το έμπλαστρο …   Dictionary of Greek

  • blasture — blásture ( ri), s.m. – Emplastru. – var. blastur, blastor(e), bleastur(e). ngr. μπλάστρι, din gr. ἔμπλαστρον. Trimis de blaurb, 13.09.2007. Sursa: DER …   Dicționar Român

  • έμπλαστρο — έμπλαστρο, το και μπλάστρι, το φαρμακοτεχνικό σκεύασμα από ξερή αλοιφή στρωμένη σε κομμάτι λεπτού πανιού που θερμαίνεται λίγο και κολλιέται σε μέρος του σώματος που πονάει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”